- ξεστεγάζω
- 1. αφαιρώ τη στέγη, αποστεγάζω2. βγάζω κάποιον από το σπίτι του, ξεσπιτώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + στεγάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεστέγασμα — το [ξεστεγάζω] 1. η αφαίρεση τής στέγης 2. ξεσπίτωμα … Dictionary of Greek